κοιλωδης

κοιλωδης
    κοιλώδης
    κοιλ-ώδης
    2
    похожий на пещеру
    

(φάραγξ Babr.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κοιλωδης" в других словарях:

  • κοιλώδης — cavernous masc/fem acc pl (attic epic doric) κοιλώδης cavernous masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κοιλώδης cavernous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλώδης — κοιλώδης, ες (AM) [κοίλος] 1. αυτός που έχει κοιλώματα («κοιλώδης φάραγξ») 2. αυτός που έχει κοίλο σχήμα …   Dictionary of Greek

  • κοιλώδη — κοιλώδης cavernous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κοιλώδης cavernous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κοιλώδης cavernous masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλώδεις — κοιλώδης cavernous masc/fem acc pl κοιλώδης cavernous masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»